- βρέξῃ
- βρέξηι , βρέξιςa wettingfem dat sg (epic)βρέχωAcut. (Sp.)aor subj mid 2nd sgβρέχωAcut. (Sp.)aor subj act 3rd sgβρέχωAcut. (Sp.)fut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρέξη — η (Α βρέξις) [βρέχω] βρέξιμο, ύγρανση … Dictionary of Greek
βρέξηι — βρέξις a wetting fem dat sg (epic) βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek